- ενθαρρύνομαι
- ενθαρρύνομαι, ενθαρρύνθηκα βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] … Dictionary of Greek
αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω … Dictionary of Greek
εκθαρρώ — ἐκθαρρῶ ( έω) (Α) 1. έχω πολύ θάρρος, δείχνω απόλυτη πεποίθηση 2. ενθαρρύνομαι από άλλον … Dictionary of Greek
ζεσταίνω — (Μ ζεσταίνω) κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό») νεοελλ. 1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει») 2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια») 3. (για όρνιθα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
κουράγιο — το 1. η αντοχή στις δύσκολες περιστάσεις, θάρρος («πρέπει να βρεις κουράγιο να αντιμετωπίσεις αυτή τη δύσκολη κατάσταση») 2. τόλμη («που τό βρήκες τόσο κουράγιο να τού αντιμιλήσεις;») 3. φρ. α) «δίνω κουράγιο» ενθαρρύνω β) «παίρνω κουράγιο»… … Dictionary of Greek
ζεσταίνω — ζέστανα, ζεστάθηκα, ζεσταμένος 1. μτβ., θερμαίνω κάτι: Ζεσταίνω το φαγητό. 2. αμτβ., γίνομαι θερμός: Ζέστανε ο καιρός. 3. ενθαρρύνομαι, παίρνω απάνω μου: Με τα χρήματα που πήρε ζεστάθηκε λιγάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)